- εκρωσισμός
- οη μεταβολή σε ρωσικό ή σε Ρώσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκρωσισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκρωσίζω … Dictionary of Greek